στάνταρ

στάνταρ
το
άκλ. (λ. αγγλ.), τύπος βιομηχανικού προϊόντος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στάνταρ — και στάνταρτ, το, Ν άκλ. 1. αναγνωρισμένος τύπος για την ακρίβεια και τη σταθερότητά του, υπόδειγμα 2. τύπος βιομηχανικού προϊόντος που παράγεται σε μεγάλες ποσότητες 3. ως επίθ. α) ομοιότυπος («προϊόντα στάνταρ») β) σταθερός 4. (ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”